δεισίθεος

δεισίθεος
δεισίθεος, ον, = foreg., Poll.1.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεισίθεος — δεισίθεος, ον (Α) ο δεισιδαίμονας, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι (< δείδω*) + θεός. Για τον σχηματισμό πρβλ. δεισιδαίμων] …   Dictionary of Greek

  • δεισίθεος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”